- παραψάλλω
- ΜΑμσν.ψάλλω παράφωνααρχ.1. αγγίζω ελαφρά και απαλά τη χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου2. ψάλλω μαζί με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ψάλλω «αγγίζω ελαφρώς, χτυπώ ελαφρά, άδω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραψάλλει — παραψάλλω touch pres ind mp 2nd sg παραψάλλω touch pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραψάλλουσι — παραψάλλω touch pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραψάλλω touch pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραψάλλοντες — παραψάλλω touch pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραψῆλαι — παραψάλλω touch aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)